3,273,446
edits
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκκίζομαι''': ἀποθ. ([[ἀκκώ]]), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, [[κυρίως]] ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων [[δῆθεν]], τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε [[ἀκκισμός]]. 2) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, [[οἶσθα]], ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9. | |lstext='''ἀκκίζομαι''': ἀποθ. ([[ἀκκώ]]), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, [[κυρίως]] ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων [[δῆθεν]], τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε [[ἀκκισμός]]. 2) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, [[οἶσθα]], ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀκκίζομαι]] <br /> <b>1</b> [[affect]] to be shocked [[ἄνδρες]] [[θήν]] τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1. | |||
}} | }} |