Anonymous

φθονερός: Difference between revisions

From LSJ
SL_2
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />envieux, jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[φθόνος]].
|btext=ά, όν :<br />envieux, jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[φθόνος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[φθονερός]] (-οί, -ῶν, -οῖσιν; -αί, -αῖς(ι); -ά acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[envious]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] [[αὐτίκα]] φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) pro subs., ἀλλ' οὐδὲ [[ταῦτα]] νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἆται Hermann: alii alia coni.) (P. 11.54) [[ὄψον]] δὲ λόγοι φθονεροῖσιν (N. 8.21) of things, [[inspired]] by [[envy]], μὴ φθονεραῖς ἐκ [[θεῶν]] μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.20) [[χρή]] νιν (= ἀρετὰν) εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.44) [[ὅτι]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες (I. 2.43) n. pl. pro adv., φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.39)
}}
}}