Anonymous

τέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ
SL_2
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>τέρπομαι</b> (τέρπεται, -ονται: aor. [[pass]]. pro med., τερφθέν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[delight]] in c. dat. οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται [[ἔνδοθεν]] (sc. [[Ῥαδάμανθυς]]) (P. 2.74) τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. . . ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. ]οις τερφθὲν ἱαροῖς ?fr. 338. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. [[part]]. τέρπεται δὲ καί [[τις]] ἐπ' οἶδμ [[ἅλιον]] ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.
}}