Anonymous

ἀβέρβηλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_16)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβέρβηλος''': -ον, [[ἀκατάστατος]]· «ἀβέρβηλον, πολὺ ἐπαχθές, μέγα, [[βαρύ]], ἀχάριστον, μάταιον». Ἡσύχ.
|lstext='''ἀβέρβηλος''': -ον, [[ἀκατάστατος]]· «ἀβέρβηλον, πολὺ ἐπαχθές, μέγα, [[βαρύ]], ἀχάριστον, μάταιον». Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀβύρβηλος]].
}}
}}