Anonymous

ἀβαρβάριστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_2)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβαρβάριστος''': [[προφορά]], [[ἄνευ]] βαρβαρισμοῦ, Ψευδηρωδ.
|lstext='''ἀβαρβάριστος''': [[προφορά]], [[ἄνευ]] βαρβαρισμοῦ, Ψευδηρωδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram.<br /><b class="num">1</b> [[que carece de barbarismos]] ἀσολοίκιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφορὰν ... ποιεῖσθαι Hdn.<i>Sol</i>.294.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin barbarismos]] ἀσολοικίστως καὶ ἀ. διαλέγεσθαι <i>EM</i> 331.37G.
}}
}}