Anonymous

ἀγρευτικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_10)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]], [[χρήσιμος]] ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. 5. 9.
|lstext='''ἀγρευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]], [[χρήσιμος]] ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. 5. 9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[apropiado para atrapar]], [[cazador]] ἀγρευτικόν (ἐστι) X.<i>Eq.Mag</i>.4.12<br /><b class="num">•</b>[[de caza]] κύων Ael.<i>NA</i> 8.2<br /><b class="num">•</b>c. gen., ref. a la expresión μέριμναν ἀγροτέραν en Sch.Pi.<i>O</i>.2.54 (v. [[ἀγρότερος]] II), οἱονεὶ ἀγρευτικὴν τῶν καλῶν Herm.<i>in Phdr</i>.74, fig. τῶν ἡδέων Sch.Pi.<i>O</i>.2.96k<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. (ζῴον) [[animal carnívoro o depredador]] op. ποιηφάγον Max.Tyr.23.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de modo apropiado a la caza o a la manera de los cazadores]] Poll.5.9.
}}
}}