Anonymous

ἄγχαυρος: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_17)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγχαυρος''': -ον, ὁ [[ἐγγὺς]] τῆς πρωΐας, ἄγχ. νύξ, τὸ [[τέλος]] τῆς νυκτός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 111· (τὸ -αυρος φαίνεται ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ [[αὔριον]], Aur- ora· ἴδε ἐν λέξ. ἠώς).
|lstext='''ἄγχαυρος''': -ον, ὁ [[ἐγγὺς]] τῆς πρωΐας, ἄγχ. νύξ, τὸ [[τέλος]] τῆς νυκτός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 111· (τὸ -αυρος φαίνεται ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ [[αὔριον]], Aur- ora· ἴδε ἐν λέξ. ἠώς).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[al primer albor]], [[cercano al día]] νύξ A.R.4.111.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἄ. [[la aurora]] ἦλθεν στιβήεις ἄ. Call.<i>SHell</i>.288.64, cf. <i>Fr.Lex.III</i>, Sud.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> [[ἄγχι]] y [[αὔριον]].
}}
}}