Anonymous

ἀδιαφορέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_6)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιαφορέω''': εἶμαι [[ἀδιάφορος]], κατά τι, Σέξτ. Ἐμπ. II. 1. 191· [[πρός]] τι, Μ. Ἀντ. 11, 16· ἀδιαφορεῖ μ. ἀπαρεμ., Λατ. nihil refert, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 57. II. ἀδ. τινός, δὲν [[διαφέρω]] ἀπό τινος. Φίλων 1. 414.
|lstext='''ἀδιαφορέω''': εἶμαι [[ἀδιάφορος]], κατά τι, Σέξτ. Ἐμπ. II. 1. 191· [[πρός]] τι, Μ. Ἀντ. 11, 16· ἀδιαφορεῖ μ. ἀπαρεμ., Λατ. nihil refert, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 57. II. ἀδ. τινός, δὲν [[διαφέρω]] ἀπό τινος. Φίλων 1. 414.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[darle a uno lo mismo]], [[no importarle]], [[serle indiferente]] ναυκλήρων ἀδιαφορούντων a los armadores del barco les era indiferente</i> Plb.31.14.10, cf. Gal.1.194, κατὰ δὲ τὴν φωνήν S.E.<i>P</i>.1.191, cf. M.Ant.11.16<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[δέομαι]] οὖν κύριε μου μὴ ἀφεῖναι με ἐπὶ ξένης ἀδιαφορηθῆναι te pido por ello mi señor, no permitas que yo quede desatendido en tierra extraña</i>, <i>PLond</i>.144.15 (II/III d.C., cf. <i>BL</i> 1.266)<br /><b class="num">•</b>[[no tener importancia]], [[ser irrelevante]] ἐπὶ ταύτης ἀδιαφορεῖ, [[ἐάν]] τε ἄρρεν ᾖ τὸ ἱερεῖον Ph.2.243, πρὸς αἴσθησιν Procl.<i>Hyp</i>.3.15, cf. 31<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no diferir de]] θείας εἰκόνος Ph.1.414, περὶ ὀνομασίαν αὐτῶν ἀδιαφοροῦμεν Pamph.Mon.<i>Solut</i>.2.127.<br /><b class="num">2</b> gram. [[ser indiferente]] respecto a categorías gramaticales, A.D.<i>Pron</i>.45.22, 68.15.
}}
}}