Anonymous

ἀέλιοι: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_15)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀέλιοι''': οἱ [[σύγγαμβροι]], ὧν αἱ γυναῖκές εἰσιν ἀδελφαί· ὁ Ἡσύχ. γράφει [[αἴλιοι]], ἀλλ’ ἐσφαλμ., ἴδε Εὐστ. 648. 45, Ἐτυμ. Μ. 31. 24. Ὁ M. Müller Oxf. Essays (1856) σ. 21, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Σανσκρ. syâlas (uxoris frater), [[ὁπότε]] τὸ α πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς εὐφωνικόν: ἀέλιοι.
|lstext='''ἀέλιοι''': οἱ [[σύγγαμβροι]], ὧν αἱ γυναῖκές εἰσιν ἀδελφαί· ὁ Ἡσύχ. γράφει [[αἴλιοι]], ἀλλ’ ἐσφαλμ., ἴδε Εὐστ. 648. 45, Ἐτυμ. Μ. 31. 24. Ὁ M. Müller Oxf. Essays (1856) σ. 21, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Σανσκρ. syâlas (uxoris frater), [[ὁπότε]] τὸ α πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς εὐφωνικόν: ἀέλιοι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ων, οἱ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αἴλιοι Hsch.s.u.; [[αἰέλιοι]] <i>EM</i> α 450<br />[[concuñados]] Hsch.l.c., <i>EM</i> l.c., Eust.648.45.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> ἀ- < *<i>n̥</i>- y la raíz pron. *<i>su̯e</i> c. alarg. *-<i>l</i>; cf. aisl. <i>svilar</i> ‘cuñados’.
}}
}}