Anonymous

ἁδρομερής: Difference between revisions

From LSJ
big3_1
(6_7)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁδρομερής''': -ές, ὁ ἐξ ἁδρῶν, μεγάλων μερῶν συνιστάμενος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[λεπτομερής]], Διόδ. 5.26: - [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], ἐπὶ οἴνου, αὐτ. 10. -Ἐπίρρ. -ῶς, Γαλην.
|lstext='''ἁδρομερής''': -ές, ὁ ἐξ ἁδρῶν, μεγάλων μερῶν συνιστάμενος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[λεπτομερής]], Διόδ. 5.26: - [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], ἐπὶ οἴνου, αὐτ. 10. -Ἐπίρρ. -ῶς, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[espeso]], [[denso]] τῶν ψηφίδων ἁ. κονιορτός D.S.5.26, de bebidas y alimentos ἁδρομερέστερα καὶ σκληρότερα Gal.8.336, ὄγκοι ἁδρομερέστεροι masas de mayor volumen</i> Ph.1.493, fig. ἁδρομερῆ τῆς ἐθικῆς εἴδη Eudor.Acad. en Stob.3.7.2.<br /><b class="num">2</b> esp. del vino [[grueso]], [[agrio]] Dsc.5.6, fig. ἁ. διὰ τῆς ἀκοῆς λόγος una palabra como vino agrio para los oídos</i> Nil. en Procop.Gaz.M.87.1641D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera densa]] κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁ. Gal.13.1045.<br /><b class="num">2</b> [[resumidamente]], [[en suma]] Chrys.M.60.17.
}}
}}