Anonymous

ἀποβλητικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_11)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ [[μάλιστα]] τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ [[ἀμυγδαλῆ]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3.
|lstext='''ἀποβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ [[μάλιστα]] τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ [[ἀμυγδαλῆ]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[caduco]], [[que cae facilmente]]de ciertos frutos, Thphr.<i>CP</i> 2.9.3.<br /><b class="num">2</b> gram. sent. act. [[sustitutivo]] τὸ ᾱ ἀποβλητικόν ἐστι τοῦ ν̅, οἷον Ξέρξην Ξέρξεα Choerob.<i>in Theod</i>.310.30 por falsa interpretación de un fenómeno morfológico.
}}
}}