Anonymous

ἀστραγαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_15)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρᾰγαλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἀστράγαλος]], Πλολυδ. ς΄, 99.
|lstext='''ἀστρᾰγαλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἀστράγαλος]], Πλολυδ. ς΄, 99.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[astrágalo pequeño]], [[moldura pequeña]] de una vasija ἔχουσα βάσιν δὲ καὶ ἀστραγαλίσκους τρεῖς <i>ID</i> 1403Bb.1.11 (II a.C.), ὁ δὲ ψυκτὴρ ... οὐ μὴν ἔχει πυθμένα ἀλλ' ἀστραγαλίσκους Poll.6.99, [[ἀστραγαλίσκος]] ὁ ἐπὶ τῆς περικεφαλαίας Hsch.s.u. φάλαρα.<br /><b class="num">2</b> medic. n. de un [[instrumento quirúrgico]] usado en estomatología, Heliod.(?) en <i>PMed.Lond</i>.1.2.14.
}}
}}