Anonymous

ἀτίω: Difference between revisions

From LSJ
335 bytes added ,  21 August 2017
big3_7
(6_3)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]].
|lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br />[[desdeñar]], [[menospreciar]] πενιχρόν Thgn.621, πρέσβαν ἀοιδοσύνην ἀτίουσι Orph.<i>L</i>.62.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma ocasional creada sobre τίω q.u., por anal. de [[ἀτιμάω]] y [[ἀτίζω]] q.u.
}}
}}