3,270,309
edits
(6_3) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]]. | |lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br />[[desdeñar]], [[menospreciar]] πενιχρόν Thgn.621, πρέσβαν ἀοιδοσύνην ἀτίουσι Orph.<i>L</i>.62.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma ocasional creada sobre τίω q.u., por anal. de [[ἀτιμάω]] y [[ἀτίζω]] q.u. | |||
}} | }} |