Anonymous

ἀποσφάξ: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_4)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσφάξ''': άγος, ὁ, ἡ, [[ἀπόκρημνος]], [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, Νικ. Θ. 521· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀποσφάξ]] τὸ ὑψηλόν».
|lstext='''ἀποσφάξ''': άγος, ὁ, ἡ, [[ἀπόκρημνος]], [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, Νικ. Θ. 521· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀποσφάξ]] τὸ ὑψηλόν».
}}
{{DGE
|dgtxt=-άγος<br />adj. [[abrupto]], [[escarpado]] βῆσσα Nic.<i>Th</i>.521<br /><b class="num">•</b>subst. [[ἀποσφάξ]]· τὸ ὑψηλόν Hsch.
}}
}}