Anonymous

ἄλοπος: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_15)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλοπος''': -ον, ([[λέπω]]) [[ἀλέπιστος]], ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. [[ἀλέπιστος]].
|lstext='''ἄλοπος''': -ον, ([[λέπω]]) [[ἀλέπιστος]], ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. [[ἀλέπιστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no agramado]] c. alusión obs. [[ἀμοργίς]] Ar.<i>Lys</i>.736<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[lino sin agramar]], <i>PTeb</i>.120.16 (I a.C.).
}}
}}