Anonymous

ἀναρρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_5)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.
|lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[ganar fuerzas]], [[restablecerse]] νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.<i>Pomp</i>.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad</i> Pherecyd.33<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.<i>Plot</i>.7.42.<br /><b class="num">2</b> tr. [[fortalecer]] ἀνθρώπους ... [[ἄρτος]] Plu.2.694d.
}}
}}