3,277,206
edits
(6_5) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β. | |lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[ganar fuerzas]], [[restablecerse]] νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.<i>Pomp</i>.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad</i> Pherecyd.33<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.<i>Plot</i>.7.42.<br /><b class="num">2</b> tr. [[fortalecer]] ἀνθρώπους ... [[ἄρτος]] Plu.2.694d. | |||
}} | }} |