Anonymous

δολιχόουρος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_9)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολῐχόουρος''': ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. [[μείουρος]].
|lstext='''δολῐχόουρος''': ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. [[μείουρος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δολίχουρ- Eust.12.34<br />[[de larga cola]], fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. <i>Il</i>.3.237, <i>Od</i>.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.<i>Ex</i>.42.18L.
}}
}}