Anonymous

δίκωλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_17)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκωλος''': -ον, ἔχων δύο [[μέλη]] ἢ σκέλη, Λυκόφρ. 636, Διοσκ. 2. 116. ΙΙ. ὁ ἐκ δύο κώλων ἢ μερῶν ἀποτελούμενος, [[περίοδος]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1212, κτλ.· ― καὶ οὐσιαστ. δικωλία, ἡ, Γραμμ.
|lstext='''δίκωλος''': -ον, ἔχων δύο [[μέλη]] ἢ σκέλη, Λυκόφρ. 636, Διοσκ. 2. 116. ΙΙ. ὁ ἐκ δύο κώλων ἢ μερῶν ἀποτελούμενος, [[περίοδος]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1212, κτλ.· ― καὶ οὐσιαστ. δικωλία, ἡ, Γραμμ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[de doble cuerda]] σφενδόναι Lyc.636<br /><b class="num">•</b>[[de dos entrenudos o secciones]] separadas por nudos αἱ γὰρ δίκωλοι (σύριγγες) διπλάσιον ἠχοῦσι τῶν τετρακώλων Nicom.<i>Harm</i>.10.<br /><b class="num">2</b> [[de dos miembros]], [[bimembre]] καρπὸν δὲ ἔχει ἐπ' ἄκρῳ ὥσπερ ἀκρίδια δίκωλα de la avena, Dsc.2.94<br /><b class="num">•</b>mec. [[de dos mástiles]] ref. a grúas para levantar piedras δικώλου (μηχανῆς) σταθείσης ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον <i>Didyma</i> 32.11, cf. 39.44 (ambas II a.C.), ἐπὶ δὲ τῶν εἰς ὕψος βασταζομένων φορτίων ... μηχαναὶ γίνονται αἱ μὲν μονόκωλοι, αἱ δὲ δίκωλοι Hero <i>Fr</i>.2.294, cf. 272.<br /><b class="num">3</b> ret. [[que tiene dos miembros o cola]] περίοδος Demetr.<i>Eloc</i>.34, cf. 252, Hermog.<i>Inu</i>.4.3 (p.180), Sch.Aeschin.2.12<br /><b class="num">•</b>tb. en métr. περίοδοι Sch.Ar.<i>Ach</i>.1214a.
}}
}}