Anonymous

ἐκκαρυκεύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_20)
(big3_13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαρυκεύω''': ὀψοποιῶ, «ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· [[καρύκη]] γὰρ [[ἔδεσμα]] ἐκ πολλῶν συγκείμενον» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐκκαρυκεύω''': ὀψοποιῶ, «ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· [[καρύκη]] γὰρ [[ἔδεσμα]] ἐκ πολλῶν συγκείμενον» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=gastron. [[aderezar con salsa de picadillo]] prob. en sent. fig. [[machacar]], [[hacer picadillo]] en v. pas. ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη Hsch., cf. Sud.ε 1603, Phot.ε 1143.
}}
}}