Anonymous

δύσπαυστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_18)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσπαυστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παύσῃ τις ἢ καταπραΰνῃ, Γαλην.2, 206. -Ἐπίρρ. -τως
|lstext='''δύσπαυστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παύσῃ τις ἢ καταπραΰνῃ, Γαλην.2, 206. -Ἐπίρρ. -τως
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de calmar]], [[difícil de aplacar]] θυμὸς Gal.1.334, cf. Aët.4.82, Paul.Aeg.1.66.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado difícil de saciar]] βάρβαρα φῦλα ... δ. εἶχε (estas) gentes bárbaras eran insaciables</i>, <i>A.Mart</i>.5.1.57.
}}
}}