Anonymous

ἐγκατασήπομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_20)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατασήπομαι''': παθ., σήπομαι [[ἐντός]] τινος, Στοβ. 237. 58.
|lstext='''ἐγκατασήπομαι''': παθ., σήπομαι [[ἐντός]] τινος, Στοβ. 237. 58.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pudrirse dentro]], [[corromperse]] τὸ παιδίον en la matriz, Hp.<i>Mul</i>.1.63, c. dat., fig. πολλὰ ... αὐτῷ (τῷ στόματι) ἀπόρρητα ἐγκατεσάπη E. en Stob.3.41.6, de una pers. τὸν ὅλον βίον τούτοις ... πόνοις ἐγκατασαπείς Phot.<i>Bibl</i>.88b4.
}}
}}