Anonymous

ἕλκανον: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_21)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλκᾰνον''': τό, = [[ἕλκος]], [[τραῦμα]], μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἑλκανῶσα· «ἡλκωμένη, ἢ ἡλκοποιημένη ὑπὸ τοῦ [[πυρός]]».
|lstext='''ἕλκᾰνον''': τό, = [[ἕλκος]], [[τραῦμα]], μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἑλκανῶσα· «ἡλκωμένη, ἢ ἡλκοποιημένη ὑπὸ τοῦ [[πυρός]]».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό [[herida]] Hsch.
}}
}}