Anonymous

ἐξαρθρόω: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(6_1)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρθρόω''': [[ἐκβάλλω]] ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
|lstext='''ἐξαρθρόω''': [[ἐκβάλλω]] ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">A</b> ref. miembros corporales<br /><b class="num">I</b> tr. [[dislocar]] medic. ὀστοῦν Poll.4.179, en v. pas. τὸ ἐξηρθρωμένον μέλος ... ἐνήρμοσε Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.188<br /><b class="num">•</b>como tortura [[descoyuntar]], [[desencajar]] οἱ δὲ ... τὰς χεῖρας [[αὐτοῦ]] καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν LXX 4<i>Ma</i>.10.5, ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη Hsch.α 7189, cf. <i>Et.Gud</i>.s.u. ἀρθρέμβολα, en v. pas. ἐξηρθρώθη τὰ ὀστᾶ μου de Cristo, Gr.Nyss.<i>Ps.6</i> 191.13.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> anat. de las articulaciones [[ser prominente]], en perf. [[estar muy saliente]] αἱ ἐπωμίδες ἐξηρθρωμέναι καὶ οἱ ὦμοι Arist.<i>Phgn</i>.810<sup>b</sup>35.<br /><b class="num">2</b> medic. [[dislocarse]], [[luxarse]] ἐξαρθρουμένων μορίων Gal.14.791, ἢ οὖν κλᾶται ἢ ἐξαρθροῦται ... τὸ [[ἄρθρον]] Steph.<i>in Hp.Fract</i>.25.10<br /><b class="num">•</b>fig. [[descomponerse]], [[desarticularse]], [[desquiciarse]] ὁ λογισμὸς ἐξαρθροῦται πολλάκις καὶ ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.<i>Pss</i>.73.20, ὁ παράλυτος ... ἦν ψυχικῶς ἐξηρθρωμένος el paralítico estaba moralmente desarticulado (por ser pecador)</i>, Amph.<i>Mesopent</i>.184.<br /><b class="num">B</b> ref. a la voz [[articular palabras]] τὸ τῆς φωνῆς πνεῦμα ... εὔπλαστον καὶ μιμηλὸν ἐξαρθροῦν ... παρέχοντες de ciertas aves canoras, Plu.2.972f.
}}
}}