Anonymous

ἔνδᾳδος: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_15)
(big3_14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδᾳδος''': -ον, (δᾴς) [[πλήρης]] ῥητίνης, [[ῥητινώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.
|lstext='''ἔνδᾳδος''': -ον, (δᾴς) [[πλήρης]] ῥητίνης, [[ῥητινώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[resinoso]] πεύκη ... οὐκ ἔστιν οὐδ' ὅλως οὐδὲν ἔνδᾳδον Thphr.<i>HP</i> 4.5.3, cf. <i>CP</i> 6.11.6, (φασί) τὴν δὲ πεύκην ἔχειν γλυκύτητα καὶ ὅσῳ ἐνδᾳδοτέρα μᾶλλον Thphr.<i>HP</i> 5.4.4, cf. 9.2.2<br /><b class="num">•</b>como fitopatología [[resinoso en exceso]] ὅταν ... τὸ ἔξω τοῦ στελέχους ἔνδᾳδον γένηται Thphr.<i>HP</i> 3.2.5.
}}
}}