Anonymous

γονύκροτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(6_16)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονύκροτος''': -ον, [[ῥαιβός]], ὁ ἔχων κεκλιμένα πρὸς τὰ ἔσω τὰ γόνατα καὶ συγκρούων αὐτὰ ἐν τῷ περιπατεῖν, ὡς τὰ τῶν γυναικῶν, τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4.11,12· ἐπὶ ἀδυνάτων καὶ δειλῶν, Ἀνακρ. 114, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 9., 6, 5.
|lstext='''γονύκροτος''': -ον, [[ῥαιβός]], ὁ ἔχων κεκλιμένα πρὸς τὰ ἔσω τὰ γόνατα καὶ συγκρούων αὐτὰ ἐν τῷ περιπατεῖν, ὡς τὰ τῶν γυναικῶν, τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4.11,12· ἐπὶ ἀδυνάτων καὶ δειλῶν, Ἀνακρ. 114, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 9., 6, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[que mantiene en contacto las rodillas]] al andar, esp. de mujeres τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερα Arist.<i>HA</i> 538<sup>b</sup>10, cf. <i>Phgn</i>.808<sup>a</sup>13, de los patizambos, Hsch., Eust.932.1, como signo de cobardía en el hombre, Anacr.150, Adam.2.52.
}}
}}