Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(6_6)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρμόζω''': ἐν τῷ Παθ., ὑφίσταμαι διάλυσιν τῶν ἁρμῶν, τροχοὶ δ’ ἅρματος ὁ μὲν ἐξήρμοσται τὰς κνήμας Φιλόστρ. 815. ΙΙ. τὰ πλευτά... ἔχοντες ἐξηρμοσμένα, [[καλῶς]] ἡρμοσμένα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 6.
|lstext='''ἐξαρμόζω''': ἐν τῷ Παθ., ὑφίσταμαι διάλυσιν τῶν ἁρμῶν, τροχοὶ δ’ ἅρματος ὁ μὲν ἐξήρμοσται τὰς κνήμας Φιλόστρ. 815. ΙΙ. τὰ πλευτά... ἔχοντες ἐξηρμοσμένα, [[καλῶς]] ἡρμοσμένα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[acoplar perfectamente]], [[encajar]], [[ajustar]] en v. pas. κιονίσκοι ... τὰ πλεῦρα τῆς βάσεως ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐν αὑτοῖς ἔχοντες ἐξηρμοσμένα columnitas que tenían perfectamente acoplados los lados de la base por cada una de las dos partes</i> I.<i>AI</i> 8.82.<br /><b class="num">2</b> [[desarticular]], [[desencajar]] καὶ τὸ ὑγιαῖνον (μέλος), εἰ βούλοιτο, διὰ τῆς αὐτῆς τέχνης ἐξήρμοσε Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.188.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas. [[desmembrarse]], [[desarticularse]], [[desajustarse]], [[desgajarse]] ὁ μὲν (τροχός) ἐξήρμοσται τὰς κνήμας una de la ruedas está desarticulada</i>, e.e., se le han desajustado los radios</i> Philostr.<i>Im</i>.2.4, cf. 17, ἐξαρμοσθέντων ὀστῶν Cyr.Al.M.69.956B, c. gen. τὰ πλευρὰ ἐξήρμοστο τῶν σπονδύλων Philostr.<i>Her</i>.10.8, ὅτι διαστραφὲν ἐξηρμόσθη τοῦ κόσμου Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.303.11, fig. καθάπερ τι μέλος τῆς ψυχῆς ὁ λογισμὸς ... ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.<i>Pss</i>.73.20.
}}
}}