Anonymous

ἀποκυρόω: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_4)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκῡρόω''': ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, [[περιβάλλω]] τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37.
|lstext='''ἀποκῡρόω''': ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, [[περιβάλλω]] τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[abrogar]], [[abolir]], <i>Gloss</i>.2.238.
}}
}}