Anonymous

ἐνικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(6_13b)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.
|lstext='''ἐνικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[entrar en]], [[alcanzar]] c. dat. τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαις <i>IG</i> 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[adentrarse]], [[penetrar hasta adentro]] μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ) Thphr.<i>CP</i> 5.13.1 (cód.).
}}
}}