Anonymous

ἁλιφθερόω: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_5)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιφθερόω''': διὰ ναυαγίου [[καταστρέφω]], καὶ μεταφ. [[καταστρέφω]], Σοφ. παρ’ Ἐτυμ. Μ. 776. 46: ― «ἁλιφθερῶσαι, ἀφανίσαι, ἀπολέσαι», Ἡσύχ. Πρβλ. Λοβ. Σοφ. Αἴ. σ. 358.
|lstext='''ἁλιφθερόω''': διὰ ναυαγίου [[καταστρέφω]], καὶ μεταφ. [[καταστρέφω]], Σοφ. παρ’ Ἐτυμ. Μ. 776. 46: ― «ἁλιφθερῶσαι, ἀφανίσαι, ἀπολέσαι», Ἡσύχ. Πρβλ. Λοβ. Σοφ. Αἴ. σ. 358.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[echar a pique]], [[arruinar]] ὁ τόκος νιν ἀλιφθερώκει el interés lo ha echado a pique</i> Sophr.34, cf. Hsch.
}}
}}