Anonymous

διακαλλωπίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_23)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακαλλωπίζω''': καθ’ ὑπερβολὴν [[καλλωπίζω]], Ἡσύχ.
|lstext='''διακαλλωπίζω''': καθ’ ὑπερβολὴν [[καλλωπίζω]], Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[adornar]] en v. pas. στολὴ διακεκαλλωπισμένη τὰς ὄψεις Hsch.s.u. πρῷρα.
}}
}}