Anonymous

ἐμπεριβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_2)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριβάλλω''': [[περιβάλλω]], [[ἐμπεριλαμβάνω]], Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.
|lstext='''ἐμπεριβάλλω''': [[περιβάλλω]], [[ἐμπεριλαμβάνω]], Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 494.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[envolver]], fig. [[involucrar]], [[sumir]] c. dat. τὰς οἰκείας πόλεις κακοῖς ἐμπεριβάλλουσι Phld.<i>Elect</i>.8.10.<br /><b class="num">2</b> ret., en el discurso [[desarrollar]], [[dar mayor amplitud]], [[expandir]] τὰ νοήματα Aristid.<i>Rh</i>.2.18.
}}
}}