Anonymous

ἀπαλαίωτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_18)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλαίωτος''': -ον, ὁ μὴ παλαιούμενος, μὴ φθειρόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀγήραον.
|lstext='''ἀπαλαίωτος''': -ον, ὁ μὴ παλαιούμενος, μὴ φθειρόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀγήραον.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que no envejece]] Hsch.s.u. ἀγήραον.
}}
}}