Anonymous

ἐκσπερματίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_1)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]].
|lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer productiva]] la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ [[γυνή]] ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá</i> LXX <i>Nu</i>.5.28.
}}
}}