Anonymous

ἀρικύμων: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_3)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρικύμων''': [ῠ], -ον, (κύω) ἐπὶ γυναικός, «ἡ [[ταχέως]] [[ἐγκύμων]] γινομένη», Γαλην. Γλωσσ., «[[εὐσύλληπτος]]» Ἡσύχ., Ἱππ. 262, κτλ.
|lstext='''ἀρικύμων''': [ῠ], -ον, (κύω) ἐπὶ γυναικός, «ἡ [[ταχέως]] [[ἐγκύμων]] γινομένη», Γαλην. Γλωσσ., «[[εὐσύλληπτος]]» Ἡσύχ., Ἱππ. 262, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον gen. -ονος<br />[[muy fecundo]], [[γυνή]] Hp.<i>Superf</i>.23, <i>Aër</i>.5, <i>Steril</i>.219.
}}
}}