Anonymous

ἐνδᾳδόομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_20)
(big3_14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδᾳδόομαι''': παθ., πληροῦμαι ῥητίνης, (laeda fieri Πλίνιος), περὶ λεπισθέντος στελέχους πεύκης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.
|lstext='''ἐνδᾳδόομαι''': παθ., πληροῦμαι ῥητίνης, (laeda fieri Πλίνιος), περὶ λεπισθέντος στελέχους πεύκης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[impregnarse]], [[llenarse de resina]] τοῦτο δ' ... ἐν ἑτέρῳ πάλιν ἐνδᾳδοῦσθαι éste (tronco) en el segundo año vuelve a llenarse de resina</i>, Thphr.<i>HP</i> 9.2.7.
}}
}}