Anonymous

ἐμπυΐσκω: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_20)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπῡΐσκω''': προξενῶ ἐμπύησιν: - Παθ., «ὀμπυάζω» ἐσωτερικῶς, π. Τρωμάτ. 898· οὕτω καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14, Γαλην.
|lstext='''ἐμπῡΐσκω''': προξενῶ ἐμπύησιν: - Παθ., «ὀμπυάζω» ἐσωτερικῶς, π. Τρωμάτ. 898· οὕτω καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[supurar internamente]] σπλὴν ..., ἢν δὲ καὶ ἐμπυΐσκῃ Aret.<i>SD</i> 1.14.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ ὀστέον ἐμπυΐσκεται Hp.<i>VC</i> 2, μὴ γενόμενος δὲ ὑγιὴς τῇ ἑβδόμῃ ... ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι Hp.<i>Morb</i>.3.16, cf. <i>Prog</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[favorecer la supuración]], [[hacer supurar]] (καταπλάσματα) ξηραίνει μέν, οὐ μὴν ἐμπυΐσκει Gal.11.729.
}}
}}