Anonymous

ἀκατάψεκτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_15)
 
(big3_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάψεκτος''': -ον, ([[ψέγω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψέγῃ, [[ἄμεμπτος]], Ἐκκλ. -Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
|lstext='''ἀκατάψεκτος''': -ον, ([[ψέγω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψέγῃ, [[ἄμεμπτος]], Ἐκκλ. -Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[intachable]] Cyr.Al.M.68.1049B, M.76.821B.<br /><b class="num">2</b> [[inocente]] οὐκ ἀ. ἐᾷ τὴν τοῦ σῴζοντος ἡμερότητα Cyr.Al.M.76.816D<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[inocencia]] οὐ πᾶσα πάντως εἰρήνη τὸ ἀ. ἔχει Cyr.Al.M.72.756D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[intachablemente]] Cyr.Al.M.72.816C.
}}
}}