Anonymous

ἐλαιοκόμος: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_17)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
|lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que trabaja los olivos]] Poll.1.222, Phot.ε 553, <i>AB</i> 248<br /><b class="num">•</b>fig. [[criador de olivos]] ποταμός Nonn.<i>D</i>.37.170.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κομέω.<br />-ον<br />[[ramoso de olivos]], [[lleno de ramas de olivo]], [[cubierto de olivos]] αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.<i>D</i>.13.184, 37.146.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κόμη.
}}
}}