Anonymous

ἀπορραπίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_5)
(big3_6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορρᾰπίζω''': ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], συμβήσεται... τὰ βάρη... ἀπορραπίζεσθαι Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 15, 12, Εὐστ. 561. 41: - Παθ., Ἀριστ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2. 9. ΙΙ. τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ [[πνεῦμα]], ἀναγκαζούσης τὴν πνοὴν νὰ πάλληται κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ρ, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
|lstext='''ἀπορρᾰπίζω''': ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], συμβήσεται... τὰ βάρη... ἀπορραπίζεσθαι Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 15, 12, Εὐστ. 561. 41: - Παθ., Ἀριστ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2. 9. ΙΙ. τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ [[πνεῦμα]], ἀναγκαζούσης τὴν πνοὴν νὰ πάλληται κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ρ, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[rechazar vehementemente]] Mich.<i>in EN</i> 56.22, τὴν τοῦ Φοίβου (ἐτυμολογίαν) Georgius grammaticus en Eust.561.41, en v. pas. αἱ οἰκεῖαι κινήσεις ... ἀπορραπίζονται Arist.<i>Diu.Som</i>.464<sup>a</sup>26, τὰ βάρη ... ἀπορραπίζεσθαι Apollod.<i>Poliorc</i>.207.9, cf. <i>AB</i> 421.<br /><b class="num">2</b> [[hacer vibrar]] de la punta de la lengua ἀ. τὸ πνεῦμα D.H.<i>Comp</i>.14.25.
}}
}}