Anonymous

ἐκλείχω: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_2)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλείχω''': [[λείχω]] ἔκ τινος, [[ἀπολείχω]], ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον [[μέλι]] ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· [[κατατρώγω]], [[καταβιβρώσκω]], «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, [[ὡσεὶ]] ἐκλείξαι ὁ [[μόσχος]] τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς [[ἐκλεικτόν]], ἐκλειχομένη κυάθου [[πλῆθος]] [[μετὰ]] μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.
|lstext='''ἐκλείχω''': [[λείχω]] ἔκ τινος, [[ἀπολείχω]], ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον [[μέλι]] ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· [[κατατρώγω]], [[καταβιβρώσκω]], «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, [[ὡσεὶ]] ἐκλείξαι ὁ [[μόσχος]] τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς [[ἐκλεικτόν]], ἐκλειχομένη κυάθου [[πλῆθος]] [[μετὰ]] μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐγλ- <i>Suppl.Mag</i>.75.3<br /><b class="num">1</b> [[lamer]], [[chupar]] μέλι Hp.<i>Acut</i>.56, ref. a la toma de medicamentos en electuario, Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 64, <i>PSI Medic</i>.3.16, 19, en v. pas., Dsc.1.72, 2.158<br /><b class="num">•</b>en textos mág. [[lamer]], [[pasar la lengua por]] un escrito o fórmula mág. para succionar su poder ϊ εε οο ϊαϊ. τοῦτο ἔκλειχε <i>PMag</i>.4.788, τὸ ὄνομα <i>PMag</i>.7.523, cf. 13.1051, <i>Suppl.Mag</i>.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lamer del todo]], [[consumir]], [[arrasar]] νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡς ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου LXX <i>Nu</i>.22.4, τὸ πρόσωπον τῆς γῆς LXX <i>Iu</i>.7.4, en v. pas. LXX <i>Ep.Ie</i>.19.3.<br /><b class="num">3</b> [[chupetear con deleite]] como etim. alegór. de [[Ἀμαλήκ]]: λαὸς ἐκλείχων ‘pueblo entregado al deleite’, Ph.1.458, 527.
}}
}}