Anonymous

αἱμωδιάω: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_8)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμωδιάω''': ἔχω τοὺς ὀδόντας νεναρκωμένους, αἱμωδιῶντας, Ἀριστ. Προβλ. 7. 5, 1: - μεταφ. ἐπ’ ἐκείνων ὧν τρέχει τὸ [[σίαλον]], ἢ πληροῦται σιάλου τὸ [[στόμα]], ᾑμωδία, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ», 1, 7. ΙΙ. μεταβ. αἱμ. τοὺς ὀδόντας = [[κάμνω]] τοὺς ὀδόντας νὰ αἱμωδιάσωσιν, Ἱππ. 534. 33.
|lstext='''αἱμωδιάω''': ἔχω τοὺς ὀδόντας νεναρκωμένους, αἱμωδιῶντας, Ἀριστ. Προβλ. 7. 5, 1: - μεταφ. ἐπ’ ἐκείνων ὧν τρέχει τὸ [[σίαλον]], ἢ πληροῦται σιάλου τὸ [[στόμα]], ᾑμωδία, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ», 1, 7. ΙΙ. μεταβ. αἱμ. τοὺς ὀδόντας = [[κάμνω]] τοὺς ὀδόντας νὰ αἱμωδιάσωσιν, Ἱππ. 534. 33.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[rechinar]], [[castañetear los dientes]], [[tener dentera]] τοὺς ὀδόντας αἱμωδιᾷ Hp.<i>Morb</i>.2.55, 73, <i>Int</i>.6, cf. Diocl.<i>Fr</i>.109.18, ὀδόντες αἱ. LXX <i>Ie</i>.38.30, c. part. pred. αἱμωδιῶμέν τε γὰρ τοὺς ὀξὺ ὁρῶντες ἐσθίοντας nos da dentera ver a otros comer algo ácido</i> Arist.<i>Pr</i>.886<sup>b</sup>12, como sinón. de αἱμῳδέω Phryn.<i>PS</i> 14.<br /><b class="num">2</b> fig., c. part. pred. [[darle a uno envidia]] de comidas [[hacérsele la boca agua]] ἐγχέλεις ὁρῶν ... ᾑμωδία Timocl.11.7.
}}
}}