Anonymous

ἀκηδιάω: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_6)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκηδιάω''': εἶμαι [[ἄφροντις]] ἢ [[ἀπερίσκεπτος]], Βασίλ., Ἰω. Χρυσ. 2) εἶμαι νεναρκωμένος, ἐξηντλημένος, καταπεπονημένος, Ἑβδ. (Ψαλ. ξ΄, 2. ρμβ΄, 4, κτλ.).
|lstext='''ἀκηδιάω''': εἶμαι [[ἄφροντις]] ἢ [[ἀπερίσκεπτος]], Βασίλ., Ἰω. Χρυσ. 2) εἶμαι νεναρκωμένος, ἐξηντλημένος, καταπεπονημένος, Ἑβδ. (Ψαλ. ξ΄, 2. ρμβ΄, 4, κτλ.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ῶ<br /><b class="num">1</b> [[descuidarse]] βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως Zos.Alch.133.20.<br /><b class="num">2</b> [[estar triste]], [[angustiarse]] πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου LXX <i>Ps</i>.60.3.<br /><b class="num">3</b> [[desanimarse]] μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόντα Basil.M.32.584B<br /><b class="num">•</b>[[encontrarse en estado de acidia]] ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόν Pall.<i>H.Laus</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>[[estar hastiado]] Chrys.M.59.322, ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίαν Marc.Er.<i>Iei</i>.1.10.
}}
}}