Anonymous

ἀκάπνιστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_18)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400.
|lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀκάπνυσ- <i>Suppl.Mag</i>.97ue.12<br />[[no ahumado]], [[cogido sin necesidad de humo]] μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas)</i>, Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) <i>Suppl.Mag</i>.l.c., κερὶν (<i>sic</i>) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον <i>An.Athen</i>.1.77.8.
}}
}}