Anonymous

ἀκέαστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_15)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
}}
}}