Anonymous

ἀκοπίαστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_15)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκοπίαστος''': -ον, ([[κοπιάω]]) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. [[ὡσαύτως]] -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.
|lstext='''ἀκοπίαστος''': -ον, ([[κοπιάω]]) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. [[ὡσαύτως]] -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[infatigable]] φῶς ἡλίου <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[resistencia]], [[aguante]] de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.<i>P</i>.9.119b.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[incansablemente]] Sch.S.<i>Ai</i>.837cCh.
}}
}}