Anonymous

ἀκατεύναστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_18)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατεύναστος''': -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, [[ἄγρυπνος]], «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκατεύναστος''': -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, [[ἄγρυπνος]], «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se ha acostado]], [[que está en vela]] φύλακας σοφούς ... ἀκατεύναστον ἔχοντας ἐπ' αὐτῇ τὴν φροντίδα Cyr.Al.M.70.1373C, cf. Hsch., Sud., Phot.α 723.<br /><b class="num">2</b> [[que no duerme]], [[eterno]], [[perpetuo]] ἡ ὑμνῳδία Cyr.Al.M.69.1056A<br /><b class="num">•</b>del fuego del infierno Cyr.Al.M.71.1017C.
}}
}}