Anonymous

ἁμάσυκον: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_21)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμάσῡκον''': τό, [[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως [[μῆλον]], [[καρπὸς]] [[ὅμοιος]] τῷ σύκῳ ἢ ὡριμάζων κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. πρβλ. ἁμάμηλις.
|lstext='''ἁμάσῡκον''': τό, [[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως [[μῆλον]], [[καρπὸς]] [[ὅμοιος]] τῷ σύκῳ ἢ ὡριμάζων κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. πρβλ. ἁμάμηλις.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />cierta [[manzana]] cuya flor es del mismo tiempo que la de la higuera, Paus.Gr.α 82.
}}
}}