Anonymous

ἀμαρεύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_1)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμαρεύω''': ([[ἀμάρα]]) [[φέρω]] τὸ [[ὕδωρ]] δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, [[διοχετεύω]], [[ἀρδεύω]] ἢ [[ἐκρέω]], «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀμαρεύω''': ([[ἀμάρα]]) [[φέρω]] τὸ [[ὕδωρ]] δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, [[διοχετεύω]], [[ἀρδεύω]] ἢ [[ἐκρέω]], «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer fluir]], [[canalizar]] ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους Aristaenet.1.17.5, δακρύων ῥοήν Eust.1609.32, cf. Hsch.
}}
}}