Anonymous

ἀναδικάζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_5)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδῐκάζω''': ἀποφασίζω ἐκ νέου, [[δικάζω]] ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην [[μετὰ]] τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ [[Πολυδ]]. 8. 23.
|lstext='''ἀναδῐκάζω''': ἀποφασίζω ἐκ νέου, [[δικάζω]] ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην [[μετὰ]] τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ [[Πολυδ]]. 8. 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναδῐκάζω)<br />jur.<br /><b class="num">I</b> act.<br /><b class="num">1</b> [[juzgar de nuevo]], [[juzgar en apelación]] Ph.1.299.<br /><b class="num">2</b> [[revocar un juicio o sentencia]], <i>AP</i> 5.222 (Agath.).<br /><b class="num">II</b> med. [[apelar]], [[entablar acción de nuevo]] Is.<i>Fr</i>.46, <i>PSI</i> 767.41 (IV a.C.).
}}
}}