Anonymous

ἀναπτικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_11)
 
(big3_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
|lstext='''ἀναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν [[combustible]], [[ἔλαιον]] <i>PMag</i>.4.3251.
}}
}}